- κυνηγός
- Ονομασία τριών οικισμών.
1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 64 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλου.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 70 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου.
* * *ο (AM κυνηγός, Α θηλ. κυνηγίς, δωρ. τ. κυναγός)1. αυτός που βγαίνει με ή και χωρίς κυνηγετικό σκυλί για να σκοτώσει ή να συλλάβει πουλιά ή άλλα ζώα2. ο εξασκημένος στο κυνήγινεοελλ.1. επιθετικός ποδοσφαιριστής τού οποίου ο κύριος ρόλος είναι η επιτυχία τέρματος2. μτφ. αυτός που επιζητεί ή επιδιώκει κάτι με επιμονή, και ιδίως ερωτικές κατακτήσεις3. φρ. α) «σώματα κυνηγών» — ελαφρώς εξοπλισμένες και ειδικά εξασκημένες στρατιωτικές μονάδες διαφόρων στρατών (γαλλικού, γερμανικού κ.ά.) ανάλογες με τα ελληνικά τάγματα ευζώνωνβ) «κυνηγοί κεφαλών» — ιθαγενείς οι οποίοι αποκεφάλιζαν ανθρώπους και συνέλεγαν τα κεφάλια τουςμσν.1. ως επίθ. κυνηγετικός2. φρ. «κυνηγὸς τῆς ἁγίας ἐκκλησίας» — ευεργέτης τής εκκλησίαςαρχ.1. θηριομάχος2. στον πληθ. οι Κυνηγοίσύλλογος κυνηγών στον Αλίαρτο κατά την εποχή τής αθηναϊκής ηγεμονίας, ο οποίος συνδεόταν με τη λατρεία τής Αρτέμιδος, ανάλογος με τον σύλλογο τών Ευθήρων στην Πέργαμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, στρατ-ηγός. Το -η- οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.